29.7.12

  






τυχαίο δείγμα νέας νουβέλας




«Κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος» είπε η Ελένη Μενεγάκι και γέλασε σαν ύαινα και χάιδεψε το λαιμό του Χριστόφορου Παπακαλιάτι με τρυφερότητα. Μία τρυφερότητα που στον Χριστόφορο Παπακαλιάτι φάνηκε να πηγάζει από το κέντρο του σύμπαντος, ένα σύμπαν που ήταν η «εκκλησία» της αγάπης και που η αγάπη ήταν η μοναδική θρησκεία όπου ακόμη και οι άψυχες, φαινομενικά, πέτρες πίστευαν σε αυτή σιωπηλά τις νύχτες και τις μέρες και όλα μέσα σε αυτό το σύμπαν πάντοτε θα ήταν αποστασιοποιημένα και nice.
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτις σκέφτηκε όλα τα βιντάκια που είχε δει και έγραφαν NASA.
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτις δεν είπε τίποτα.

 

[...]

 

 

«Οι αληθινοί άνθρωποι έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους υπάρχουν μόνο κάποιοι που μοιάζουν με ανθρώπους και είμαστε εμείς» είπε ο Χριστόφορος Παπακαλιάτις.

 

[...]


    «Δεν μπορώ να κοιτάξω χελώνα στα μάτια» είπε ο Χριστόφορος Παπακαλιάτις με απόλυτα σοβαρό τόνο. Πήρε μία ζόμπι έκφραση προσώπου. Αυτό τον έκανε να αισθανθεί όμορφα και ήρεμα. Όλα τα ζόμπι έμοιαζαν να είναι απόλυτα ήρεμα. Του άρεσε η ηρεμία που ανέδιδαν τα ζόμπι. Μακάρι να ήταν όλοι σαν ζόμπι, ήρεμοι, καλόβολοι και αργοί. Κανείς δεν θα είχε άγχος αν όλοι ήταν σαν ζόμπι. Άρχισε να αναρωτιέται σοβαρά εαν τα ζόμπι είχαν ποτέ εξάρσεις άγχους, εαν έβγαζαν φλύκταινες στο στόμα, εαν έκαναν εμετούλη πριν μπουν στο λεωφορείο για κάποιο μεγάλο ταξίδι με την κοπέλα τους ή την οικογένεια τους.

source

28.7.12




Παντού βρωμάει πλαστικό



Μπήκα ρε στο λεωφορείο και όλοι με κοιτούσανε περίεργα. Κρατούσα το σίδερο και ήμουν έτοιμος να λιποθυμίσω αλλά δεν ξέρω γιατί δεν λιποθύμισα τελικά. Φορούσα το σπέσιαλ καπελάκι μου που είναι από τη σειρά του Χάρι Πότερ. Γαμάτο καπελάκι και ιδανικό για καλοκαιράκι και καμάκι σε τουριστριάκια. Μία γυναίκα έμοιαζε με πιθηκάκι και με κοιτούσε σαν να ήμουνα μπανανίτσα. Δεν ξέρω γιατί, ίσως να μοιάζω λίγο με μπανανίτσα και οι γυναίκες θέλουν να με φάνε. Είχανε ιδρώσει τα χέρια μου και νόμιζα πως θα αφήσω γλίτσα στο σίδερο αλλά δεν άφησα. Ένα σημείο του κεφαλιού μου με πονάει όταν το τρίβω και σκέφτηκα να μην το τρίβω για να μην πονάει και σκέφτηκα πως ίσως είναι νευράκι που κάνει ΚΡΙΤΣ ΚΡΙΤΣ. Κάνει λίγο ζέστη αλλά κάνει και λίγο κρύο γιατί είμαι κρυωμένος και θέλω να κάνω σκατάκια αλλα το λεωφορείο πάει αργά ρε γαμώτο και μου φαίνεται πως θα τα κάνω πάνω μου αλλά δεν πρέπει να το σκέφτομαι και σφίγγω τον κωλαρίκο μου σαν μόρτης. Σκέφτομαι το καπελάκι μου το ωραίο το μόρτικο και μου δίνει κουράγιο. Δύο κοριτσάρες που μοιάζουν να είναι Γερμανίδες ανθοπώλες εκπαιδευόμενες και είναι μάλλον δίδυμες με κοιτάζουν και γελάνε αλλά δεν ξέρω γιατί. Ο Φρέντυ με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να πάω γρήγορα στο μαγαζί γιατί πήρανε φωτιά κάτι πλαστικά φουστάνια κινέζικα δικά μας και έχει μυρίσει πλαστικό όλη η γειτονιά. Του είπα να φορέσει επειγόντως το μαγικό του καπελάκι και όλα θα πάνε καλά και μου είπε έλα γρήγορα βρε μαλάκα και άσε τις μαλακίες γιατί θα μας γαμήσει ο Μάο Ζι Γιάνγκ. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός. Άρχισα να κοιτάζω το στήθος της μίας από τις δύο Γερμανίδες και αυτές κοιτάξανε αλλού και ξαφνικά όλο το λεωφορείο μύρισε λουκουμόσκονη και κουζινίλα και λιβάνι. Το καπελάκι μου μου λέει πως είναι η ώρα να κατέβω στη στάση μου και αυτό κάνω και τρέχω γρήγορα σαν άνεμος στην τουαλέτα μας και ο Φρέντυ με κοιτάζει και περνάω μέσα από τις φλόγες σαν Χάρι Πότερ και δεν καίγομαι και με μία κίνηση Μπρους Λι βγάζω το παντελόνι και προσγειώνομαι στη λεκάνη και κάνω σκατάκια και παντού βρωμάει πλαστικό και όχι σκατάκια.

26.7.12




ΠΑΦ




     Μάνο,

      Νομίζω πως πάμε για Πουτσιστάν.
    Δεν μπορώ να δεχτώ αυτά που κάνεις γιατί αν τα δεχτώ θα είμαι σαν μία μπλε αμοιβάδα που μόλις απορρόφησε ένα γιγαντιαίο Xanax των 2 mg. Μου είπες πως είμαι για σένα πολύ σημαντική και πως θα προσπαθήσεις να είσαι καλύτερος και να μην είσαι ένα τέρας μπέικον και εγώ να μην είμαι μοδάτη νοικοκυρά και να είμαστε υγιείς και όχι παχύσαρκοι και μη-ευγενικοί αλλά ευγενικοί και όμορφοι και καλοί και υγιείς.
    Την τελευταία φορά που σε περίμενα στο σταθμό του λεωφορείου για να έρθεις άργησες σχεδόν δέκα λεπτά. Ήταν η 6η φορά που σε περίμενα με μία ουδέτερη έκφραση ζόμπι στο πρόσωπο μου σκεφτόμενη πως είμαι παχύσαρκη όρκα και πως θα ήταν καλύτερα να πέσω στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου και σου είχα πει πως αν ξανααργούσες εγώ θα θα έκανα ΠΑΦ και θα γέμιζε ο τόπος αίματα και γλίτσες, όπως δηλαδή πεθαίνουνε τα βαμπίρ στο True Blood αν κάποιος τα παλουκώσει. 
     Έβαλα να ακούσω Step by Step από New Kids On The Block.
    Εκείνη τη φορά που καθόμασταν στο παγκάκι στο κέντρο και μου είχες πει πως θα προσπαθούσες περισσότερο και πως θα αγόραζες μόνο οργανικά υλικά από το Jumbo για να μου φτιάξεις ένα κουκλάκι χάμστερ με πεντάλφα αλλά ποτέ δεν το έκανες, αισθάνθηκα πως ήμουν πάλι έτοιμη να πετάξω πέντε κιλά λίπος από κάπου, ίσως από τα μάτια, δεν ξέρω, την έχεις πουτσίσει.
    Εκείνη τη φορά που μου είπες πως δεν θα ξαναπείς ψέματα και πως θα σταματήσεις να τρως με τα χέρια σαν καθυστερημένο ήσουν υπέροχος κι εγώ ήμουν χαρούμενη και είχα σταματήσει να είμαι υπερβολικά αγχωμένη πως δεν σου αρέσω. Έτσι θέλω να είμαστε πάντα αλλά εσύ είσαι τέρας μπέικον και θέλεις μόνο να μυρίζεις ιδρωμένα σορτσάκια της Νανάς Μούσχουρη.
    Αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το γράμμα θέλω να σου πω πως περιμένω εδώ στην καρέκλα μου στο σπίτι μου για να έρθεις και αν καθυστερήσεις να έρθεις εγώ θα κάνω ΠΑΦ ή θα κάνω μακελειό με όπλα σε αυλή γείτονα με θάψιμο πτωμάτων και μετά θα κάνω εμετό πάνω σε όλα αυτά και μετά θα κλάψω και θα κάψω πολύ λίπος και θα είμαι μουνάρα και εσύ θα είσαι χοντρός.
      Την έχουμε πουτσίσει κι εσύ κι εγώ.
    Δεν ξέρω τι να αισθανθώ αυτή τη στιγμή αλλά μάλλον θέλω να γίνουν εκρήξεις με αμάξια και κότερα να σκάνε και μπάτσους να βρίζουν σον οφ ε μπιτς και να πω κάτι μελοδραματικό και να τρακάρουμε σε δέντρα και από παντού να πέφτουν πίτσες και μετά να κλαίω λίγο και να πέσω πάνω σε μία προπέλα ή κάτι τέτοιο και να γίνω γλίτσα και εσύ να γίνεις γλίτσας και να ενωθούμε σαν γλίτσες και να γίνουμε βαμπίρ και ζόμπι και να είμαστε αθάνατοι σαν χάιλάντερς.
     Χρειάζομαι επειγόντως ένα μακελειό με όπλα σε μάθημα pilates.
     Θάψιμο πτωμάτων στην αυλή του pilates.
    Μόλις είδα μία αρκούδα να εμφανίζεται με ένα ΠΑΦ και κρατάει ένα χάμστερ και μετά κάνει ξανά ΠΑΦ και εμφανίζεται δίπλα μου με μία κουβέρτα και μετά κάνει πάλι ΠΑΦ και είναι στην αυλή και σκεπάζει μία άλκη που πάνω της κάθεται ένας εξωγήινος και μετά όλοι εξαφανίζονται με ένα ΠΑΦ.
    Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για τη σχέση μας.
    Κάθομαι στην καρέκλα και περιμένω.
    Σε δέκα λεπτά θα κάνω κάτι. 
   Δεν ξέρω τι, αλλά κάτι μελοδραματικό και ίσως να γίνουν εκρήξεις στη γειτονιά και να έρθουν μπάτσοι και να κάνουν αεροκλωτσιές σε άλογα που κάνουν σκατάκια στο δρόμο και αχνίζουν.
    Υποτίθεται πως έπρεπε να ήσουν εδώ από τις εφτά.
    Τώρα είναι εφτά και πέντε.
    Βάμος αλα πλάγια χοντρή όρκα Μάνο.

                                                                            Μαρίνα.

24.7.12




Μια καλοκαιρινή ημέρα



Ο Νίκος και ο Σάββας είναι στα σπίτια τους και είναι καθισμένοι στον καναπέ και έχουν στα πόδια τους τους φορητούς τους και κάνει ζέστη και τα τζιτζίκια κάνουν αυτό που κάνουν πάντα. Και οι δύο είναι στο Twitter και γράφουνε διάφορα και κοιτάνε διάφορα μπλογκς και κάτι άλλα πράγματα και ακούνε μουσική. Ο καθένας στο σπίτι του. Μιλάνε στο Gmail chat.
"Δεν ξέρω. Την έχουμε ψιλοπουτσίσει" είπε ο Νίκος.
"Να τρακάρω σε ένα δέντρο και μετά να πέσει από το δέντρο μια πίτσα" είπε ο Σάββας.
"Λίγο MDMA σε λίγο από Ταμπούκι" είπε ο Νίκος.
"Ναι, οκ, του έστειλες μήνυμα" είπε ο Σάββας.
"Ναι, μήνυμα, δεν θέλω να κουνιέμαι καθόλου αν γίνεται" είπε ο Νίκος.
"Πονάει το μάτι μου" είπε ο Σάββας.
"Κερατόκωνος" είπε ο Νίκος.
"Που το ξέρεις, είσαι μέντιουμ" είπε ο Σάββας.
"Την έχω πουτσίσει" είπε ο Νίκος.
"Poytsistan" είπε ο Σάββας με Greeklish.
"Ξεκόλλα γκρίκλισ" είπε ο Νίκος.
"Μαλάκα γουστάρω μία" είπε ο Σάββας.
"Μαλάκα αυτή σε γουστάρει" είπε ο Νίκος.
"Δεν ξέρω αν όχι πουτσιστάν κανονικό" είπε ο Σάββας.
"Αν δεν γουστάρει να πέσεις από μπαλκόνι" είπε ο Νίκος.
"Θα κάνω γυμναστική και μετά πέσω" είπε ο Σάββας.
"Έχω κοιλιά" είπε ο Νίκος και κοίταξε την κοιλιά του.
"Ναι, δεν κατάλαβα τι" είπε ο Σάββας.
"Ναι είσαι ΛΟΒΕΡ ΛΟΒΕΡ ΛΟΒΕΡ ΛΟΒΕΡ" είπε ο Νίκος.
"Γέλασα και σκέφτηκα ΡΟΒΕΡ ΝΤΟΒΕΡ" είπε ο Σάββας.
"Είμαι Εβραίος" είπε ο Νίκος.
"Σαπούνι σε κάνω και μετά μακελιστάν με κανάλια μέγκα αντένα σκάι και μετά διασκέδαση με τουίτα" είπε ο Σάββας.
"Δεν ξέρω" είπε ο Νίκος.
"Το πισί μου έκλασε νομίζω μαλάκα τα δείχνει όλα πράσινα" είπε ο Σάββας.
"Πάρε άλλο αμέσως από ισόπ" είπε ο Νίκος.
"Έλα σπίτι κάνουμε MDMA και μετά κάνουμε μπάνιο στη φουσκωτή" είπε ο Σάββας.
"Ναι οκ φέρω έρθω" είπε ο Νίκος.
Ο Νίκος έφτιαξε ένα φραπέ, έβαλε ρούχα καλοκαιρινά, τάισε το σκύλο, έπλυνε δόντια, ανέβηκε στο σκουτεράκι και παραλίγο να πατήσει το σκύλο και έδωσε μία φιλική κλωτσιά στο σκύλο και πήγε στου Σάββα. Πήρανε από του Ταμπούκι το MDMA και πήγανε και κάνανε μπάνιο στη φουσκωτή και κλάσανε στα γέλια και μετά ήτανε ξενέρα και πήρανε τηλέφωνο σε κάτι βιζιτούδες αλλά οι βιζιτούδες δεν ήρθανε και μετά ξενερώσανε και καπνίσανε λίγο χόρτο και πήγανε και πήρανε τον Ταμπούκι και το σκύλο του Νίκου τρικαβαλιά και πήγανε μια βόλτα σε μια μαλακία και μετά κοιμηθήκανε στη παραλία και το πρωί ξυπνήσανε στις 06:00 και ο ήλιος ντάλα και πήγανε σπίτι και ξανακοιμηθήκανε.

23.7.12




Αστεία ιστορία με ναρκωτικά



Όταν ήμουνα στο πανεπιστήμιο στο Ηράκλειο εγώ και κάποιοι φίλοι είπαμε να πάμε σε ένα μπαρ στο κέντρο να πιούμε κανά ξύδι. Είχαμε μαζί μας κάτι μπισκότα γεμισμένα με χόρτο. Τα είχε φτιάξει η γκόμενα του Μάκη και μας τα είχε δώσει. Τα μπισκότα είχανε και κάτι γκρίζες βούλες πάνω τους και όταν ρώτησα το Μάκη τι είναι ρε μαλάκα αυτές οι γκρίζες βούλες μου είπε πως ήτανε λίγο ηρωίνη ανακατεμένη μέσα στο χόρτο και τη σοκολάτα. Στην αρχή ήτανε πολύ βαρύ πράμα όταν το έτρωγες αλλά μετά από λίγο χαλάρωνες και σε έφτιαχνε, μπορούσες να χορέψεις και να πιείς και να περάσεις καλά όπου και όποτε ήθελες. Οι φίλοι μου μου λέγανε πως ήτανε τρομερό που θα τρώγαμε μπισκότα με χόρτο και ηρωίνη και όλοι ήτανε τρομοκρατημένοι και ενθουσιασμένοι συγχρόνως. Φυσικά τότε κανείς δεν ήξερε πόσο γαμάτη (για τον πούτσο) μπορούσε να είναι (γίνει) η ηρωίνη. Όλοι φάγαμε από ένα μπισκότο και ο φίλος μας ο Πασχάλης που μόλις είχε χλαπακιάσει επιπλέον κάτι παϊδάκια και κάτι μπριτζόλες και κάτι άλλα φαγητά που μας έμοιαζαν εκείνη τη στιγμή αηδιαστικά και εξωγήινα είπε να πάρει επιπλέον και ένα Ε γιατί το είχε μέσα στην τσέπη του ξεχασμένο και δεν ήξερε τι να το κάνει και αγχώθηκε και έτσι το πήρε κι αυτό. Μετά από λίγο ο Πασχάλης είπε πως τον πονούσε το στομάχι του. Άρχισε να ασπρίζει. Μετά από λίγο άρχιζε να πρασινίζει. Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία μιας και όλοι ήμασταν ενθουσιασμένοι από τα μπισκότα. Ο Πασχάλης έχει αστεία φάτσα και έχει και ένα πολύ αστείο στόμα που σχεδόν πάντα κάνει ένα μορφασμό και όλοι τον περνάνε για λίγο καθυστερημένο αλλά φυσικά δεν είναι. Αυτή τη φορά όμως το στόμα του είχε γίνει τεράστιο σαν φούρνος. Δεν μπορούσε να το κλείσει με τίποτα. Είμασταν μέσα στο μπαρ και πίναμε τα ξύδια μας και ο Πασχάλης άρχισε να ξερνάει κάτω από ένα τραπέζι. Τα αχώνευτα κόμμάτια από τα παϊδάκια και από τις μπριτζόλες σκάγανε στο πάτωμα με αηδιαστικό θόρυβο. Φυσικά θέλαμε αμέσως να την κάνουμε από εκεί μέσα αλλά είπαμε να μείνουμε για να μην τραβήξουμε την προσοχή όλου του μπαρ και στο τέλος μας βάλουν τα καθαρίζουμε τον εμετό του Πασχάλη. Ήταν ο φίλος μας όμως. Ο Πασχάλης είχε σχεδόν πέσει στο πάτωμα και έβγαζε κάτι περίεργους ήχους. Ο Πασχάλης έβαλε σαν στρουνθοκάμηλος το κεφάλι του κάτω από το τραπέζι και άρχισε να βγάζει έναν ήχο σαν να προσπαθούσε να μιλήσει με το χέρι μέσα στο στόμα του.
"Ρε μαλάκα Πασχάλη είσαι καλά;" ρώτησα.
"ΝΑΙΗΑΘΝΑΑΑΑΑΑΙΘΝΑΙΑΙ" είπε ο Πασχάλης.
"Ρε μαλάκα σίγουρα είσαι καλά;" είπε ο Μάκης.
"ΝΑΑΑΑΑΙΘΙΙΙΙΝΑΑΑΙ" είπε ο Πασχάλης.
"Πασχάλη σήκω, ο κόσμος μας κοιτάζει" είπε η γκόμενα του Μάκη.
Ο Πασχάλης σηκώθηκε και το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο και τεράστιο σαν να ήταν έτοιμος να πάει στον οδοντίατρο και ο οδοντίατρος να βάλει μέσα τη χερούκλα του. Στην αρχή νόμιζα πως γέλαγε αλλά δεν γέλαγε.
"Πασχάλη τι κάνεις;" ρώτησα.
"ΝΑΙΙΝΝΑΙΙΘΘ" είπε ο Πασχάλης χωρίς να κλείσει το στόμα του, δείχνωντας το σαγόνι του.
"Σκατά" είπε ο Μάκης και όλοι κλάσαμε στα γέλια.
Πριν, όταν ο Πασχάλης ήταν κάτω από το τραπέζι και ξερνούσε, το στόμα του κόλλησε από την δύναμη του σαγονιού να ανοίξει το στόμα και δεν μπορούσε πλέον να το κλείσει. Το θέμα ήταν πως το στόμα του άρχιζε να μοιάζει απόλυτα εξωπραγματικό, κάτι παραπάνω από έναν απλό μορφασμό βλακείας. Ο Πασχάλης δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει αλλά μόνο να βογκήξει. Ο ήχος που έβγαινε από το στόμα του Πασχάλη ήταν κάτι το τρομερό και όλοι προσπαθούσαμε να τον ενθαρρύνουμε να μην μιλάει γιατί όλος ο κόσμος μας κοιτούσε και θα περνούσαμε σκατά τη βραδιά μας. Για να καταλάβαιτε τι εννοώ, προσπαθήστε να πείτε με ανοιχτό το στόμα, χωρίς να το κλείνετε και χωρίς να ακουμπάει η γλώσσα στο ουρανίσκο σας, "Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΑ". Είναι γάμησε τα έτσι; Είναι σαν κάτι να μην πηγαίνει καθόλου καλά με την πάρτη σου. Έτσι μιλούσε ο Πασχάλης όλη τη νύχτα και με το στόμα επιπλέον ανοιχτό σαν τέρας. Σε αυτή τη φάση όλοι είχαμε αρχίσει να αισθανόμαστε καλά τα μπισκότα και το ίδιο και ο Πασχάλης που συνέχεια του γυρνούσανε τα μάτια ανάποδα και προσπαθούσε να βγάλει ήχους από το στόμα για να μπει στην κουβέντα μας. Αυτό ήταν το πλέον λάθος ηχητικό τοπίο για μία όμορφη νύχτα στο Ηράκλειο. 
"Πρέπει να πας στο νοσοκομείο" είπε ο Μάκης στον Πασχάλη,
Ο Πασχάλης κούνησε το κεφάλι του με το στόμα ορθάνοιχτο.
"Πρέπει να καλέσουμε ασθενοφόρο" είπε η γκόμενα του Μάκη.
Ο Πασχάλης έκανε κάτι με τα μάτια του και άνοιξε το στόμα του τόσο πολύ που νομίζαμε πως θα σκιστεί το πρόσωπο του. Πραγματικά μπορούσα να χώσω το κεφάλι μου μέσα στο στόμα του. Κάπου εκεί μέσα διέκρινα και ένα πονηρό χομόγελο. Είχα την υποψία πως ο Πασχάλης δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο και την καταέβρισκε με την όλη κατάσταση του.
"Καλά γάμησε το, δεν θέλει να πάει, ας πάμε πουθενά αλλού" είπα.
Περπατούσαμε την Καλοκαιρινού και ο Πασχάλης έτριβε το σώμα του με τα χέρια του, έβγαζε κάτι τρομακτικούς ήχους και έκανε headbanging με ανοιχτό το στόμα και σάλια τρέχανε στο πεζοδρόμιο και στα ρούχα του. Η όλη φάση άρχιζε να γίνεται κάπως σεξουαλική και κάπως ανωμαλιάρικη γι' αυτό και άρχισε να μας ενοχλεί σοβαρά το όλο σκηνικό του Πασχάλη. Μπήκαμε σε ένα άλλο μαγαζί και όλοι γύρισαν αυτόματα και κοιτούσαν τον Πασχάλη ο οποίος κουνούσε το κεφάλι του στο ρυθμό της μουσικής και με το στόμα ορθάνοιχτο σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ο Πασχάλης πήγαινε και ρωτούσε διάφορους εαν ήθελαν να παίξουν μπιλιάρδο. Το θέμα όμως ήταν πως δεν τους ρωτούσε τίποτα μιας και έβγαζε μόνο κάτι τρομακτικούς ήχους αρκούδας από το στόμα και πιθανότατα όλοι νόμιζαν πως ήθελε να τους δαγκώσει. Σε μια φάση ο Πασχάλης άρπαξε μία χαρτοπετσέτα και ένα στυλό και έγραψε είμαι γαμώ δεν με νοιάζει για το στόμα μου. Όσο περήφανος και να ήμουν για τον Πασχάλη και για την τόσο στ' αρχίδια του συμπεριφορά του, το φτιάξιμο μου είχε χαθεί και την έκανα για το σπίτι. Την άλλη μέρα ο Πασχάλης ήρθε στο σπίτι μου και μου είπε πως έμεινε άλλη μία ώρα χτες τη νύχτα και πως ήθελε να καπνίσει λίγο χόρτο αλλά δεν μπορούσε μιας και κανείς δεν του έδινε γιατί όλοι τον φοβόντουσαν έτσι που ήταν με το στόμα ανοιχτό αλλά τελικά μία κοπέλα τον κέρασε λίγο χόρτο από ένα bong και ο Πασχάλης έχωσε όλο το bong μέσα στο στόμα του για να καπνίσει αλλά δεν τα πολυκατάφερε να καπνίσει τελικά τίποτα. Τον ρώτησα γιατί κανένας δεν του φύσηξε τον καπνό μέσα στο στόμα. Μου είπε πως δεν το είχε σκεφτεί. Μου είπε επίσης πως το πρωί όταν ξυπνησε το στόμα του ήταν ακόμη κλειδωμένο και ανοιχτό. Καβάλησε το σκουτεράκι του (σας είπα πως ο Πασχάλης οδηγάει σκουτεράκι;) και πήγε στο νοσοκομείο με το στόμα ανοιχτό. Μου είπε πως όλοι οι οδηγοί στο δρόμο είχαν φρικάρει και πως έφαγε πολλά ζουζούνια και μύγες με το στόμα ανοιχτό. Στο νοσοκομείο οι γιατροί του έκαναν μία χαλαρωτική ένεση και το στόμα του έκλεισε. Όταν όμως πήγε πάλι σπίτι το στόμα του ξαναάνοιξε σαν ελατήριο και ο Πασχάλης ξαναπήγε στο νοσοκομείο, ξαναφρίκαρε πολύ κόσμο στο δρόμο και ξαναέφαγε ένα κιλό μαμούνια. Στο τέλος οι γιατροί του έδεσαν το κεφάλι με έναν επίδεσμο για να μην ξαναανοίξει το σαγόνι του.

22.7.12




Μωρό μου δεν έχουμε τζάκι.



"Ρε Ντέπυ ακόμα καλοκαίρι είναι να πούμε" είπε ο Βασίλης.
"Σκάσε ρε μαλάκα να πούμε, δεν είναι καλοκαίρι ρε" είπε η Ντέπυ.
"Ρε μωρό μου να πούμε, κουράστηκα να περιμένω ρε, αφού ούτε τα Χριστούγεννα δεν έρχεται ο μαλάκας ρε μωρό να πούμε σιγά να μην έρθει τώρα που είναι Ιούλιος" είπε ο Βασίλης.
"Σκάσε είπα χοντρέ, κανόνισε να σε βάλω να βάλεις και τα στολίδια να πούμε. Θα ιδρώσει πάλι ο κώλος σου και θα συγκάψεις και μετά δεν θα μπορείς να κουνήσεις πάλι" είπε η Ντέπυ.
"Ναι ρε μωρό αλλά με αυτά που φοράω να πούμε έχω ξεκωλωθεί από τη ζέστη και θέλω να πιω μια μπυρίτσα επιτέλους και να φάω λίγο ρε γαμώτο" είπε ο Βασίλης.
"Εαν δεν πέσει από την καμινάδα ο μαλάκας δεν πας πουθενά" είπε η Ντέπυ.
"Μωρό μου δεν έχουμε τζάκι, στο ξαναείπα" είπε ο Βασίλης.
"Σκάσε Βασιλάκη μη μου τη χαλάς σε προειδοποιώ" είπε η Ντέπυ.
"Μωρό μου δεν αντέχω άλλο με αυτό το γαμημένο το πουλόβερ, έχω βγάλει σπυριά, εγώ φεύγω" είπε ο Βασίλης.
"Αν κάνεις πως βγάζεις το πουλόβερ σου θα χωρίσουμε" είπε η Ντέπυ.
Ο Βασίλης έβγαλε το πουλόβερ του, έριξε μία κλανίτσα που την κρατούσε πολλή ώρα και πήγε στο ψυγείο να πάρει μία παγωμένη μπυρίτσα. Η Ντέπυ έβαλε τα κλάματα και έσπασε ένα ποτήρι. Η μπυρίτσα έμοιαζε παραδεισένια. Ο μαλάκας δεν ήρθε.

21.7.12




                                                 
                                                                       LINK

19.7.12




1983



Ο ήλιος περιμένει και κάθε μέρα κάνει ένα τσουπ και βγαίνει λες και είναι κουρδιστό παιχνίδι. Και το φεγγάρι βεβαίως το ίδιο, τσούπ κάνει κι εκείνο. Πόσο εύχομαι να υπήρχε άλλος ένας ήλιος και άλλο ένα φεγγάρι. Μετά χιλιάδες τραγούδια και βιβλία θα έπρεπε να αλλάξουν, ίσως και εμείς οι άνθρωποι θα έπρεπε να αλλάξουμε και να έχουμε δύο κεφάλια ή δύο καρδιές ή δύο μύτες και θα χαχανίζαμε πονηρά μέσα σε δωμάτια γεμάτα ροζ αφρολέξ και θα είμασταν διπλά ευτυχισμένοι. Πλάκα θα είχε. Πηγαίνω διακοπές κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος, στη Χρυσή, στην Κρήτη, εδώ μένω άλλωστε, στην Κρήτη, όχι στη Χρυσή. Ο ήλιος είναι ο ίδιος αλλά και δεν είναι εκεί στη Χρυσή και το φεγγάρι το ίδιο είναι αλλά και δεν είναι. Ανάλογα από που το βλέπεις νομίζω. Κάποιος μου είπε πως οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι κάνουν κόντρες για το ποιος θα φτιάξει πρώτος εκεί πάνω μία αεροπορική βάση, μία παιδική χαρά, ένα ξενοδοχείο ή κάτι τέτοιο, στο φεγγάρι, τρομεροί έτσι; Πλάκα έχουν κι αυτοί. Η κοιλιά μου έχει πάρει να φουσκώνει αλλά δεν είμαι έγκυος. Είναι σέξυ να έχεις μπάκα, μικρή γλυκούλα μπάκα. Πλάκα έχει η μπάκα, χεχε, θα το λέω συνέχεια τώρα μέχρι να λιποθυμίσω. Έκοψα το τσιγάρο γιατί νομίζω πως θέλω να μην καπνίζω αλλά δεν ξέρω και σίγουρα τι είναι αυτό που νομίζω γιατί δεν είμαι σίγουρη τι είμαι. Μπορεί τη νύχτα να υπνοβατώ και να καπνίζω γιατί ξυπνάω και τα χέρια μου, τα δάχτυλα μου δηλαδή, μυρίζουν καπνό. Πλάκα έχει να υπνοβατώ. Χτες πονούσε η κοιλιά μου γι' αυτό σήμερα κάθομαι στον ήλιο για να ζεσταθώ. Πλάκα έχει να ζεσταίνεσαι στον ήλιο. Ο Τακάσι μου πήρε τη μία παντόφλα μου και την έκρυψε. Ξέχασα να σας πω πως ο Τακάσι είναι η γάτα μου και στην αρχή ήθελα να τον πω Τάκη αλλά μετά μου θύμιζε Γιαπωνέζο και τον έβγαλα Τακάσι. Όλοι οι Τάκηδες όταν πάνε στην Ιαπωνία τους λένε Τακάσι; Δεν ξέρω, μπορεί, ποιος ξέρει, δεν έχω πάει ποτέ στην Ιαπωνία. Δεν ξέρω αν θέλω να πάω, πλάκα θα έχει βέβαια να πήγαινα. Όταν λέω πολλές φορές Τακάσιτακάσιτακάσιτακάσιτακάσι το μυαλό μου μου λέει πως λέω Σιτακασίτακασίτακασίτακασίτακα. Πλάκα έχει. Το μυαλό έχει πλάκα. Είναι ακόμη 1983. Ελπίζω να μην είμαι έγκυος, ελπίζω αλλά και να είμαι δεν πειράζει.

18.7.12

some number that we know

Μια νύχτα με φεγγάρι(ας πούμε πως ήταν Κυριακή,αν και οι Κυριακές συνήθως δεν είναι και τόσο ωραίες),ο Θανάσης πρότεινε στην Αγγελική να χορέψουν το canadian girl των walkmen στη κάμερα για να το έχει στο αρχείο του και να το βλέπει τις μέρες που η Αγγελική θα λείπει μακρυά.

Η Αγγελική που ήταν κορίτσι του γλεντιού συμφώνησε αμέσως
και μ'ένα απότομο σάλτο,σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει,ο Θανάσης,αφού πρώτα έβαλε το κομμάτι που ήθελε,ακολούθησε την καλή του και για τα επόμενα τέσσερα λεπτά και πέντε δευτερόλεπτα χόρευαν σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι.

Τα περισσότερα πράγματα στη ζωή όμως έχουν ημερομηνία λήξης και αυτή η ημερομηνία δεν άργησε να έρθει και για τον Θανάση και την Αγγελική που ακολούθησαν δρόμους χωριστούς και τελείως διαφορετικούς.

Ο Θανάσης έγινε εκπαιδευτής σκύλων στην Κρήτη και η Αγγελική πήγε στην Σπάρτη και έγινε διασκεδάστρια σε χορούς κωφάλαλων παιδιών με σύνδρομο down.

Μερικές φορές ακόμα και σήμερα ο Θανάσης θυμάται την Αγγελικούλα και εύχεται να μην είχε ξεχάσει να πατήσει το rec στην κάμερα του.

          
    

Καζινς

                               
"Ξαδερφάκι άκου με εμένα ρε,ξέρω τι σου λέω,αν θες να σε σέβονται οι συμμαθητές σου να λές αυτά που σου λέω εγώ να λές."Είπε ο Γιάννης στο μικρό ξάδερφό του.

Ο μικρός θαύμαζε πολύ τον Γιάννη γιατί ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερος και ήταν αλάνι με τα όλα του.Έδερνε κόσμο σε φασαρίες,γαμούσε τα περισσότερα μουνιά σε στοιχήματα για το ποιος θα γαμήσει τα περισσότερα μουνιά,έπινε πολλά ξίδια και ναρκωτικά στις ντισκοτέκ που πήγαινε με τους φίλους του 
και γενικά ήταν το πρότυπο του.

"Λοιπόν ξαδερφάκι,αύριο που θα πας σχολείο,στο διάλειμμα θα πεις σε ένα συμμαθητή σου: 'πάμε να κάνουμε ένα μπάφο;' Kατάλαβες; "Είπε ο Γιάννης στον μικρό,που τον κοιτούσε μές στα μάτια με θαυμασμό.

"Τι είναι ο μπάφος;"Ρώτησε ο μικρός.

"Τσιγάρο είναι ο μπάφος"Απάντησε ο μεγάλος ξάδερφος.

"Εντάξει τότε"Είπε ο μικρός. 

"Και όταν σε ρωτάνε τι ώρα είναι,εσύ θα λές 4:20,
ότι ώρα και να είναι.
Εντάξει;"Είπε ο μεγάλος.

"Και ρε Γιάννη,αν δεν είναι 4:20,
εγώ θα λέω λάθος την ώρα;"Αναρωτήθηκε σαστισμένος ο μικρός που όσο κι αν αγαπούσε τον μεγάλο ξάδερφό του,
μερικές φορές δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως πρόκειται για γαμησέ τα περίπτωση ανθρώπου.

Τα χρόνια πέρασαν,ο μικρός έγινε μεγάλος και ο μεγάλος ξεκίνησε φαρμακευτική αγωγή γιατί δεν ήταν και πολύ στα καλά του.
Τα δύο ξαδέρφια είχαν να μιλήσουν καιρό αλλά εδώ που τα λέμε δεν είχαν και τίποτα να πουν.Ότι ήταν να πουν μεταξύ τους,το είχαν πιεί ήδη.Ο ένας απογοήτευσε τον άλλο και η ζωή συνεχίστηκε απογοητευτικά και για τους δύο.

Ο μικρός ξάδερφος δεν πήρε ποτέ του ρολόι και όταν κάποιος τον ρωτούσε τη ώρα είναι εκείνος σήκωνε ανήξερος τους ώμους του. 
Ο Γιάννης,ο μεγάλος,δεν θα μπορέσει να συμβουλέψει ξανά κανένα πιτσιρίκι ούτε θα ξανά καπνίσει ποτέ του μπάφο,μήτε στις 4:20 αλλά ούτε και πιο αργά..


Το σπίτι



Μένω σε αυτό το σπίτι περίπου 4 χρόνια. Δεν έχω παράπονο, ζω μία ήσυχη ζωή αλλά αισθάνομαι πολύ μόνος σε στιγμές και το ότι είμαι μόνος είναι αποτέλεσμα της περίεργης και ιδιότροπης ιδιοσυγκρασίας μου. Είμαι δύσκολος άνθρωπος και δεν κάνω χωριό με τους άλλους εύκολα, έτσι επέλεξα να ζήσω μόνος μου εδώ, στο σπίτι του παππού μου, έξω από την πόλη. Η κυρία που μένει πιο πέρα στο δάσος μου είπε πως το σπίτι μου είναι ένα σπίτι γκαντέμικο, ένα σπίτι που το έχουν καταραστεί οι άνθρωποι της νύχτας, εκείνοι που μένουν πέρα από το ποτάμι. Μου είπε πως όταν πέθανε ο παππούς μου, ένα γκαντέμικο στοιχειό μπήκε στο σπίτι και το έκανε δικό του μιας και το σπίτι ήταν εγκαταλειμένο και απροστάτευτο για χρόνια μετά από τον θάνατο του παππού  μου. Εγώ δεν πιστεύω σε αυτά τα πράγματα, της λέω. Η κυρία μου λέει πως θα πρέπει να είμαι τρελός για να μην πιστεύω στο πνεύμα. Ίσως και να είμαι λίγο τρελός, ποιος ξέρει. Της λέω πως δεν ξέρω τι είναι το πνεύμα. Η κυρία με κέρασε καφέ, ελληνικό μερακλήδικο. Εκείνη μου λέει πως  το πνεύμα είναι παντού, με κοιτάει μέσα στα μάτια και κάθεται δίπλα μου. Παρατηρώ πως τα μάτια της είναι πολύ φωτεινά. Την ρωτάω εαν το πνεύμα  είναι ο Θεός ή κάτι τέτοιο. Μου λέει όχι, δεν είναι ο Θεός. Η κυρία με ρωτάει εαν θέλω παγωμένο καρπούζι και της λέω όχι γιατί έχω ευαίσθητο λαιμό και με πιάνει πονόλαιμος με τα παγωμένα. Η κυρία γελάει με ένα γέλιο τρανταχτό που βγαίνει από βαθειά μέσα της και μου λέει πως προσέχω πολύ τον εαυτό μου. Την ρωτάω εαν αυτό είναι κακό. Εκείνη λέει πως είναι πολύ καλό και πως το πνεύμα αγαπάει όλους όσους προσέχουνε τον εαυτό τους. Την ρωτάω το όνομα της και μου λέει πως το όνομα της είναι τόσο παλιό και τόσο μεγάλο που δεν το θυμάται να μου το πει. Εγώ αρχίζω να ιδρώνω. Η κυρία με ρωτάει εαν δίνω. Την ρωτάω τι εννοεί με το δίνω. Δεν μου απαντάει, αντ' αυτού με ξαναρωτάει εαν έχω σταματήσει να ζητάω και χτυπάει με δύναμη το χέρι της στο ξύλινο τραπέζι. Της λέω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αρχίζω να ζαλίζομαι. Εκείνη σκάει στα γέλια και το γέλιο της με βυθίζει σε ένα ύπνο μεγάλο και βαθύ. Ξυπνάω μέσα σε ένα όνειρο φριχτό. Ένα τεράστιο μαμούνι με τρυπάει με τον θόρυβο που εκπέμπει το σώμα του, ξέρω πως είναι κάπου κοντά μου αλλά δεν μπορώ να το δω. Η φωνή της κυρίας μου λέει πως είναι brujera και πως θέλει να με βοηθήσει και πως πρέπει να βρω το μαμούνι και να το συνθλίψω με τα χέρια μου γιατί αλλιώς θα με σκοτώσει. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Είμαι απόλυτα τρομοκρατημένος. Κοιτάω γύρω μου για να βρω το μαμούνι. Δεν βλέπω τίποτα αλλά ο ήχος του μαμουνιού είναι τόσο τρομερός που μου σκίζει την ίδια μου την ύπαρξη στα δύο. Σκέφτομαι πως θα πεθάνω. Σκύβω ή κάνω κάτι σαν να σκύβω και κάτι μέσα μου σπάει σαν κλαδάκι και ξαφνικά αντικρύζω μπροστά μου ένα χρωματιστό μαμούνι που μοιάζει με ιπτάμενο ιππόκαμπο ή κάτι τέτοιο. Το κοιτάω στα μάτια κι εκείνο με τρυπάει με τον ήχο του. Αισθάνομαι τα χέρια μου τεράστια και χωρίς να το καταλάβω τεντώνομαι και συνθλίβω το μαμούνι με ένα τεράστιο παλαμάκι. Όταν ξυπνάω είναι απόγευμα και από δίπλα μου είναι η κυρία και με κοιτάει στοργικά. Δεν μπορώ να καταλάβω πόσο χρονών είναι. Η κυρία μου λέει πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να περάσουμε από την κόλαση πολλές φορές στη ζωή για να ξεπληρώσουμε διάφορα. Την ρωτάω εαν πιστεύει στον Διάβολο. Εκείνη γελάει και μου λέει πως πιστεύει μόνο στο πνεύμα και πως χρησιμοποιεί χριστιανικούς όρους μόνο και μόνο για να μου εξηγήσει και για να γίνει κατανοητή μιας και βλέπει πως μεγάλωσα με άχρηστες χριστιανικές δεισιδαιμονίες. Την ρωτάω τι μου έκανε. Μου είπε πως έβγαλε από μέσα μου την γκαντεμιά του σπιτιού μου, μια γκαντεμιά που την κουβαλούσα πάνω μου σαν υπερηφάνεια, σαν παντιέρα. Τώρα το σπίτι μου ήταν ελεύθερο ξανά, όπως κι εγώ ήμουν ελεύθερος ξανά. Ίσως αύριο κάτι καλό να μου συνέβαινε εκεί στο σπίτι. Την άλλη μέρα ξύπνησα και έκατσα σε μια καρέκλα όλη την ημέρα χωρίς να κάνω τίποτα, χωρίς να φάω και χωρίς να πιω. Συλλογίστηκα τη ζωή μου μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια της. Έφτασα στο συμπέρασμα πως η ζωή που έζησα μέχρι τώρα ήταν αδειανή νοήματος. Αισθάνθηκα τόσο άσχημα που έβαλα τα κλάματα. Έκλαψα τόσο πολύ που φοβήθηκα μην πάθω κάτι. Όταν πλέον νύχτωσε και σταμάτησα να κλαίω, άναψα ένα μικρό φως που έχω στο καθιστικό, έπιασα το τηλέφωνο και σχημάτισα έναν ξεχασμένο αριθμό. Η τύχη μου είχε αλλάξει και ο τροχός της ζωής μου είχε κάνει μία πλήρης περιστροφή.

17.7.12



Οι κυκλοθυμικοί



Δεν ήξεραν εαν η πραγματικότητα ήταν η Κόλαση ή εαν η Κόλαση ήταν η πραγματικότητα. Αυτά ακούγονται σαν λόγια τεράστια, σαν λόγια που κάποιος πρέπει να τα θυμάται αλλά δεν ήταν τίποτε παραπάνω από δύο αντίστροφες σκέψεις που έγιναν μία νύχτα μέσα σε μία τουαλέτα, πάνω από έναν νιπτήρα, κοιτώντας έναν καθρέπτη. Έτσι κι αλλιώς δεν συμπαθούσαν τα λογοπαίγνια από ανέκαθεν. Το σκυλάκι το είχαν βρει σε ένα σκουπιδοτενεκέ μισοπεθαμένο. Τώρα  το σκυλάκι είχε μεγαλώσει, είχε δυναμώσει αλλά δεν πολυάκουγε. Είχαν αποφασίσει πως η πραγματικότητα αποτελούνταν από επαναλαμβανόμενα συμβάντα αμφιβόλου ηθικής υπόστασης ή ακόμα και υλιστικής υπόστασης. Πίστευαν πως αυτό που οι περισσότεροι αντιλαμβάνονταν ως το κοινώς αποδεχτό σύμπαν για εκείνους δεν ήταν τίποτε παραπάνω απο μία μαεστρικά φτιαγμένη ψευδαίσθηση που ο καθένας την αντιλαμβανόταν διαφορετικά και μέσα από το δικό του εγκεφαλικό καλειδοσκόπιο, τοποθετώντας την μέσα στον κοινό για όλους χώρο και χρόνο. Φυσικά το σκυλάκι είχε κι εκείνο τις δικές του σκυλίσιες σκέψεις και ανάγκες αλλά αφού φυσικά δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια, συνεχώς τους έτρωγε τα παπούτσια, τις κάλτσες και τα έπιπλα ως μία ελάχιστη ένδειξη επικοινωνίας. Ο καθένας είχε τα δικά του προβλήματα και ο καθένας είχε το δικό του ξεχωριστό γέλιο να προσφέρει. Προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να παραμείνουν αληθινοί απέναντι στους γύρω τους και απέναντι (κυρίως) στους εαυτούς τους. Έργο δύσκολο και επίπονο, συνεχές και ψυχοφθόρο. Το σκυλί ήταν πάντα χαρούμενο και δεν κρατούσε ποτέ μούτρα σε κανέναν τους, ήταν ο εαυτός του πάντα χωρίς να καταβάλει καμία απολύτως προσπάθεια. Ήταν η ψυχή τους αλλά ενδόμυχα το ζήλευαν γιατί εκείνο δεν είχε βάλει ποτέ όρους στην αγάπη του προς τα αφεντικά του. Ζούσαν όλοι μαζί σε ένα τεράστιο σπίτι στην εξοχή. Δεν περίμεναν τίποτα, απλά ζούσαν εκεί ειρηνικά και όμορφα. Μια μέρα το σκυλάκι δεν ξαναγύρισε στο σπίτι. Το περίμεναν ένα μήνα. Όταν είδαν πως το σκυλί δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ, αποφάσισαν να το διαλύσουν. Ο καθένας πήρε το δρόμο του. Υποσχέθηκαν όμως ο ένας στον άλλο πως κάποτε θα ξαναέσμιγαν. Ακόμη τίποτα όμως.


Θέλω να κοιμηθώ



Θέλω να κοιμηθώ. Να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω για περίπου 989.656 χρόνια. Να κοιμηθώ και να ξεχάσω. Να ξεχάσω πως υπάρχω, πως υπήρξα, πως υπάρχουν, πως υπήρξαν, πως θα υπάρξουν. Θέλω να κοιμηθώ έναν ύπνο λευκό αλλά όχι λευκό χωρίς απόχρωση αλλά λευκό με χρώματα, με όλα τα χρώματα του λευκού, γιατί το λευκό είναι όλα τα χρώματα μαζί και ο ύπνος είναι όλα τα χρώματα, όλοι οι ήχοι, όλες οι γεύσεις και όλα τα αισθήματα μαζί παρμένα από τον ξύπνιο. Θέλω να κοιμηθώ και να ξεχάσω να ξυπνήσω, να θυμηθώ μόνο να κοιμηθώ. Θέλω να κοιμηθώ και να γιατρευτώ, να γειάνω από τις αόρατες πληγές μου αλλά και από τις ορατές μου. Θέλω να κοιμηθώ και να ανθίσουνε μπροστά μου όλα όσα θα γίνουν, όλα όσα έγιναν και όλα όσα γίνονται με απόλυτη διαύγεια και καθαρότητα, όπως ένα λουλούδι ανθίζει για λίγο και μετά πάλι πεθαίνει για να ανθίσει ξανά. Θέλω να κοιμηθώ έναν ύπνο χωρίς κρίση, χωρίς πατρίδα, χωρίς πανικό, χωρίς δάκρυα, χωρίς χαζά μαύρα όνειρα, χωρίς ανούσια νευρικά ξεσπάσματα, χωρίς εκπλήξεις, χωρίς συναγερμούς και χωρίς ενδοιασμούς. Θέλω να κοιμηθώ μια ζωή που δεν έζησα, μια ζωή που δεν με άφησαν να ζήσω ή μια ζωή που δεν τους άφησα να ζήσουν, έτσι κι αλλιώς όταν θα κοιμάμαι δεν θα έχει πλέον σημασία το ποιος και το γιατί. Θέλω να κοιμηθώ και να ξεχρεώσω όλα όσα χρωστάω, όλα όσα χρώσταγα και πλήρωσα διπλά αλλά ποτέ κανείς δεν έκανε την κίνηση να τα διαγράψει. Θέλω να κοιμηθώ και να ξεχάσω αυτά που έμαθα. Θέλω να κοιμηθώ και να θυμηθώ αυτά που ξέχασα. Και ήταν τόσα πολλά αυτά που ξέχασα, τόσα πολλά και τόσο όμορφα. Τουλάχιστον θυμάμαι πως ήταν όμορφα, κι ας έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε. Θέλω να κοιμηθώ και να συγχωρήσω επιτέλους τον εαυτό μου. 


                                                                                             Εγώ.

16.7.12



Casting Porn



"Θέλεις να το κάνουμε;" είπε ο Ιάκωβος τελικά. Το ήξερε πως δεν ήταν φτιαγμένος για αυτή τη δουλειά αλλά δεν μπορούσε να παραιτηθεί, ήταν απόλυτα παθητικός σαν άτομο. Επίσης έπασχε από μανιοκατάθλιψη αλλά δεν το ήξερε γιατί απλά κανένας δεν του το είχε πει.
"Όχι" είπε η Στέλλα.
"Καλά, τουλάχιστον μία αναμνηστική φωτό;" είπε ο Ιάκωβος και κοίταξε τα παπούτσια του ντροπιασμένος και μετά κοίταξε εκείνο το πράγμα πάνω στον τοίχο που έμοιαζε με τάρανδο ή κάτι τέτοιο.
"Νόμιζα πως ήταν casting για θέατρο κι έτσι" είπε η Στέλλα.
"Ναι, όχι, δηλαδή...ναι...αλλά όχι για θέατρο, καταλαβαίνεις" είπε ο Ιάκωβος.
"Δεν ξέρω πάντως, μου φαίνεσαι καλό παιδί, πως και κατέληξες εδώ" είπε η Στέλλα.
"Ναι, βασικά απλά έμπλεξα με το κύκλωμα από δικές μου μαλακίες"¨είπε ο Ιάκωβος που δεν ήξερε τι άλλο να πει.
"Κατάλαβα" είπε η Στέλλα που δεν είχε καταλάβει τίποτα.
"Ψήνεσαι να πάμε για καφέ;" είπε ο Ιάκωβος σαν χαζός.
"Ναι, ξέρω γω, πάμε, αν και κανονικά θα έπρεπε να σου ρίξω μία στη μούρη με τη τσάντα" είπε η Στέλλα και κοίταξε τον Ιάκωβο και της φάνηκε πως ήταν αρκετά χαριτωμένος τελικά.
"Καλή φάση, εννοώ καλή φάση που θα πάμε για καφέ" είπε ο Ιάκωβος που δεν πίστευε στ' αυτιά του γιατί όλο χυλόπιτες έτρωγε τα τελευταια 28 χρόνια.
"Θα δείξει" είπε η Στέλλα και σηκώθηκε.
Ο Ιάκωβος γέλασε αμήχανα αλλά είχε καλό προαίσθημα.  
Για μια στιγμή του φάνηκε πως ο τάρανδος του έκλεισε το μάτι.

15.7.12

OYTE ENA LIKE

a true story

"Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Αντρέα;"Ρώτησε ο Γιώργος τον Αντρέα.
"Στον κόσμο μας."Απάντησε αφοπλιστικά ο Αντρέας.

Ο Αντρέας πήγαινε κάθε μέρα στο μαγαζί που δούλευε ο Γιώργος και του έκανε παρέα μέχρι να του δημιουργήσει πονοκέφαλο.Καλό παιδί άλλα πολυλογάς,δεν άφηνε τίποτα να πέσει χάμω και έκανε ερωτήσεις για τα πάντα.Όταν όμως αντιστρέφονταν οι ρόλοι και ρωτούσε κάτι ο Γιώργος τον Αντρέα,τότε ο Αντρίκος είχε τις καλύτερες απαντήσεις.

"Γιώργο,να βγάλουμε μια φωτογραφία να την βάλω στο facebook;"Είπε ο Αντρέας που όταν δεν ήταν στο μαγαζί που δουλεύει ο Γιώργος πήγαινε στο δίπλα μαγαζί με τους υπολογιστές και καθόταν στο internet με τις ώρες.

"Ναι,να βγάλουμε ρε Αντρέα αλλά να φαινόμαστε άγριοι και όχι τίποτα φλώροι"Είπε ο Γιώργος που βαριόταν στη δουλειά τόσο πολύ που οτιδήποτε άλλο φάνταζε φοβερή ιδέα για εκείνον.

Η φωτογραφία βγήκε και ανέβηκε στο facebook την ίδια μέρα αλλά κανείς μπάσταρδος δεν έκανε ουτε ενα like και αυτό στενοχώρησε πολύ τον Αντρέα αλλά και το Γιώργο ακόμα περισσότερο.Ήταν η τελευταία φωτογραφία που έβγαλαν μαζί τα δύο φιλαράκια που μετά από την αποτυχία της δημοσίευσης έκαναν να μιλήσουν σχεδόν τρία χρόνια..

                          

14.7.12




Ένα αναβράζον κάτι



 Έχασες πάλι την ευκαιρία σου. Κανείς δεν σε σέβεται πλέον. Νομίζουν όλοι πως είσαι καμμένος, εντελώς καμμένος. Δεν γουστάρεις να τους παρακαλάς βέβαια. Σήμερα βρέχει (μπορεί και να μην βρέχει βέβαια και απλά εσύ να νομίζεις πως βρέχει αλλά πως είναι δυνατόν αφού βρέχεσαι) και όλοι φοράνε καλοκαιρινά ρούχα γιατί κάνει ζέστη αλλά εσύ δεν φοράς καλοκαιρινά ρούχα γιατί μέσα στη καρδιά σου κάνει κρύο και αυτό το κρύο μεταδίδεται και στο υπόλοιπο σώμα σου ή κάτι τέτοιο, υποθέτεις, Πάντα είσαι in between, δηλαδή πάντα είσαι ανάμεσα σε δύο κόσμους, σε τρεις κόσμους ίσως και σε περισσότερους, ανάλογα τι μέρα είναι και επίσης σκέφτεσαι πως αυτή είναι ίσως η αιτία που είσαι όπως είσαι και κανείς δεν σε έχει ψηλά σε εκτίμηση κλπ. Φυσικά εσύ δεν δίνεις δυάρα για το τι πιστεύουν οι άλλοι αλλά τις νύχτες που πέφτεις να κοιμηθείς κάτι έχει μείνει ατελείωτο και ανικανοποίητο σαν μισοπεθαμένο σκιουράκι μέσα στα δόντια της αλεπούς και σκέφτεσαι γιατί να είσαι ένα γαμημένο αδύναμο σκιουράκι και όχι μία τρομερή λευκή τίγρης ή κάτι τέτοιο άγριο και υπο εξαφάνιση. Προχτές έκανες το λάθος να κάνεις το λάθος να μιλήσεις σε κάποιον θηλυκού γέννους και έκανες το λάθος να κάνεις το λάθος να τη ρωτήσεις εαν θα έπρεπε να την αγγίξεις ή κάτι τέτοιο γιατί πραγματικά δεν ήξερες τι έπρεπε να κάνεις και εκείνη σου είπε πως όχι αλλά δεν μπόρεσες να συνθέσεις στο μυαλό σου την απάντηση της και απλά έμεινες να κοιτάς τα χέρια σου χωρίς να ξέρεις σε πιο σημείο του σώματος σου πήγαινε το όχι της. Φυσικά εσύ δεν δίνεις πολύ σημασία σε τέτοια πράγματα και εύχεσαι να είχες την έκτη αίσθηση να είχες καταλάβει το λάθος σου και να μην είχες ρωτήσει κανέναν κανένα αναθεματισμένο πράγμα αλλά ήξερες πως δεν είχες νευριάσει πραγματικά, όπως ας πούμε νευριάζουν οι παλαιστές ή οι τηλεπαρουσιαστές ή οι ποδοσφαιριστές και γι' αυτό και μόνο το λόγο θέλεις κάποιον/κάποια να σου τρίψει με μανία μία πίτσα πεπερόνι-μανιτάρια στη μούρη. Έβαλες στα αυτιά σου τα ακουστικά του μικρού κομματιού τεχνολογίας (αυτή η φράση είναι μία από τις αιτίες που όλοι σε κοροϊδεύουν πίσω από τη πλάτη σου) που κουβαλάς στην τσέπη σου και άρχισες να ακούς κάτι που έλεγε για ένα Κάσπερ και κάτι αλήτες και πρέπει να ήταν από μία ταινία που είχες δει παλιά σε βιντεοκασέτα και μάλιστα την είχες κλέψει από ένα φίλο σου που τώρα πια δεν ήταν φίλος σου. Προχώρησες λίγο παραπέρα και σκέφτηκες να ρίξεις μία μπουνιά σε ένα στήλο της ΔΕΗ. Δεν το έκανες γιατί φυσικά και είχες εμπειρία από τέτοιες μπουνιές πάνω σε πιο σκληρές από το χέρι σου επιφάνειες και ήξερες πως πιθανότατα θα έσπαγες ή θα ράγιζες το κόκαλο του χεριού σου. Έμεινες να κοιτάς το τσιμέντο ακίνητος. Μετά από λίγο έφυγες και ήταν σαν να ξαναγεννήθηκες, σαν να έλιωσες μέσα σε ένα ποτήρι νερό που μέσα του περιείχε τον κόσμο σου και εσύ απλά ήσουν ένα αναβράζον κάτι.

13.7.12



                    
                     Θα φτερνιστώ όταν πεθάνω.




Δεν είχε φτερνιστεί τώρα και κάτι χρόνια. Γι' αυτό κουβαλούσε πάντα αυτό το πράγμα μαζί του. Έπαιρνε τζούρες από αυτό το πράγμα μπας και φτερνιζόταν σε κάποια φάση. Τα παιδιά στη δουλειά τον κοροϊδευαν και τον έλεγαν Ταλιμπάν γιατί είχε εκείνο το μούσι, το αφεντικό συνέχεια απειλούσε πως αν δεν το έκοβε θα τον απέλυε. Είχε σκοπό να αφήσει και τα μαλλιά να μακρύνουν αλλά συνέχεια τα έκοβε στο τέλος του μήνα σε εκείνον τον κουρέα κοντά στο σπίτι του που του έπαιρνε γύρω στα 12 ευρώ κάθε φορά. Στα παιδιά στη δουλειά πάντα έλεγε πως κάποιος ερχόταν τη νύχτα στον ύπνο του και του έκοβε τα μαλλιά αλλά ποτέ το μούσι γιατί λέει το μούσι ήταν η δύναμη του. Όταν έβλεπε το σκύλο του να φτερνίζεται τον ζήλευε και ήθελε να τον κλωτσίσει αλλά μετά σκεφτόταν  τι ανίκανος μαλάκας είμαι, δεν μπορώ να κλωτσήσω ούτε το σκύλο μου. Οι γυναίκες τον συμπαθούσαν και έτρυβαν το πρόσωπο τους στο μούσι του και γουργούριζαν σαν γάτες. Εκείνος βέβαια ήθελε μόνο να φτερνιστεί, του είχει γίνει λίγο έμμονη ιδέα αυτή η μαλακία. Φανταζόταν τον εαυτό του να φτερνίζεται τη νύχτα στον ύπνο του και έτσι ηρεμούσε κάπως. Είχε πάει σε τρεις γιατρούς και τους είχε αναφέρει το πρόβλημα του. Εκείνοι πάντα γελούσαν και του έδειχναν τη πόρτα του ιατρείου τους με απόγνωση. Τελικά άρχισε να καπνίζει μαριχουάνα και ηρέμησε κάπως. Ακόμα βέβαια δεν έχει φτερνιστεί. Ρουφάει συστηματικά νερό της βρύσης από τη μύτη και το φυσάει έξω. Είναι ένα από τα αγαπημένα του χόμπι αυτό. Μερικές μύξες κολλάνε στο μούσι και εκείνος γελάει. Σκέφτηκε πως θα φτερνιστεί όταν πεθάνει. Ναι, όταν πεθάνει θα φτερνιστεί. Το είπε στη Μόνα. Εκείνη γέλασε και του χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνος είχε μία ουδέτερη έκφραση προσώπου και δεν είπε τίποτε άλλο. Έβγαλε το σκύλο βόλτα και μαζί με το σκύλο κατούρησε κι εκείνος. Του φάνηκε πως ο σκύλος γέλασε. Δεν είπε τίποτα και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Δεν υπήρχε περίπτωση να παρεξηγούσε το σκύλο. Ήταν ο σκύλος του εξάλλου.

η Αλίκη στη χώρα των ροκάδων




" Υποθέτω πώς σε ερωτεύεται εύκολα κάποιος.Έτσι δεν είναι; "

Είπε ο Τέλης στην Αλίκη προσπαθόντας να μοιάσει κάπως σαν χαρακτήρας του σινεμά.
Κάτι σαν τον Μάρλον Μπράντο ας πούμε ή 
τον Ισαάκ Ντε Μπανκόλ ακόμα καλύτερα. 
Είχε δώσει ενα τόνο βραχνάδας στην φώνη του, 
στη προσπάθεια να φαίνεται κούλ και ερωτικός, αλλά 
απο μέσα του σφιγγόταν τόσο,που ξεχνούσε να πάρει ανάσα.
Ευχόταν να φορούσε καπέλο,πίστευε πως αυτό χρειαζόταν
για να κρύψει την αμηχανία του,ένα καπέλο.  

" Κόψε την πλάκα Τέλη μου. "

Απάντησε η ωραία Αλίκη.
Η Αλίκη ήταν άνετη,ήταν το ποιό όμορφο κορίτσι 
σε ολόκληρη τη πόλη και όλοι απο την παλιά παρέα 
ηταν σε κάποια φάση ερωτευμένοι μαζί τής.
Με τον Τέλη είχαν να βρεθούν κοντά δέκα χρόνια,
απο τότε δηλαδή που ο Τέλης πήγε στην Αθήνα
να γίνει λέει ηθοποιός. 

Η Αλίκη πάντα τον συμπαθούσε.
Έβλεπε κάτι διαφορετικό σε εκείνον,ίσως
αυτό να οφείλεται στο γεγονός 
ότι ο Τέλης ήταν ο μοναδικός απο την παρέα  
που ποτέ δεν της την είχε πέσει ανοιχτά.


" Αλίκη θυμάσαι παλιά που παίζαμε το παιχνίδι 10 χρόνια μετά και μαντεύαμε τι θα έκανε ο καθένας μας μετά απο 10 χρόνια. "
Είπε ο Τέλης και δεν το είπε τυχαία.Μια φορά σε ενα παιχνίδι 10 χρόνια μετά στα γενέθλια του,κάποιος είχε κάνει την πρόβλεψη πως ο Τέλης και η Αλίκη θα έχουν παντρευτεί.
Αυτό ήταν το κρυφό όνειρο του Τέλη. 

"Χα!Ναί,θυμάμαι μια φορά που είχαμε πεί 
οτι ο Βαγγέλης θα γινόταν serial killer ή κανίβαλος.  
Και όταν τον τσάκωνε η αστυνομία 
και  πήγαιναν όλα τα τηλεοπτικά κανάλια 
εκείνος θα τραγουδούσε το freezing moon των mayhem 
στις κάμερες και θα έφτυνε τον κόσμο που θα είχε μαζευτεί."Απάντησε η Αλίκη. 

Αυτή η απάντηση αποθάρυνε λίγο τον Τέλη να συνεχίσει την μάταιη αυτή προσπάθεια του.
Αλλιώς είχε φανταστεί την εξέλιξη της συζήτησης.
Κάπως ποιό ζεστή και ενθαρυντική 
και οχι με κανιβαλισμούς και mayhem.
Και που στο χιλιοδιάολο ξέρει η Αλίκη τους mayhem!!
Είχε πειστεί πως η Αλίκη δεν θα γίνει ποτέ δική του.

Χώρια πως την πρόβλεψη του γάμου 
την είχε κάνει ο Βαγγέλης..








Το σαπούνι είναι προπαγάνδα.


Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Σήμερα Δευτέρα 4/5/84 πήγα με το μπαμπά και τη μαμά στο ζωολογικό κήπο στην Όαση. Εκεί πέρα είδαμε πολλά ζώα όπως μαϊμούδες, λιοντάρι, πουλιά και καμηλοπάρδαλη. Ο μπαμπάς είπε πως ο κύριος Καμηλοπάρδαλη είναι κολόμπας και πως έχει μεγάλο λαιμό για να πέρνει καλά τσιμπούκια στα λιοντάρια για να μην τον φάνε και πως ο Δαρβίννος κάτι ήξερε το ραμολί και μετά βγάλαμε φωτογραφίες και κάναμε και κάτι άλλα πράγματα και κοιτούσαμε διάφορα άλλα πράγματα. Η μαμά είπε στο μπαμπά πως αν ξαναέπινε πρωί πρωί θα του έκοβε το πουλί από τη ρίζα. Εγώ έπαιξα στο χώμα με κάτι άλλα παιδιά που δεν τα ξέρω αλλά ήταν καλά παιδιά και παίζαμε βασιλιάς της ζούγκλας και αγαλματάκια ακούνητα και κρυφτό και κυνηγητό και γω ήμουνα ο Ταρζάν και η Τζέην ήταν ένα άλλο αγοράκι που το λέγανε Μανώλη και έμοιαζε σαν κορίτσι και είχε κάτι πολύ αδύναμα χεράκια. Μετά ο μπαμπάς κάτι έκανε στη μαμά και η μαμά βογκούσε σαν φώκια πίσω από κάτι θάμνους αλλά δεν πήγα να δω τι έπαθε η μαμά γιατί εκείνη τη στιγμή έπαιζα ξύλο με τη Τζέην γιατί μου είχε ρίξει κάτι χαλίκια στη μούρη και μου έριξε η Τζέην ένα μπουνίδι στο κούτελο και ζαλίστηκα και άρχισα να κλαίω και να λέω γαμωτηνπαναγία που το έλεγε συνέχεια ο μπαμπάς στη μαμά και σε όλους. Μετά είδαμε κι άλλα ζώα όπως φίδια και κάτι τριχωτά που μοιάζανε με σκίουρους αλλά βρωμούσανε και ο μπαμπάς έκανε εμετό πάνω σε κάτι άχυρα και η μαμά του είπε πως είναι σκατομεθύστακας του κερατά αλλά δεν ξέρω τι είναι σκατομεθύστακας του κερατά και μετά κοιτούσα κάτι άλλα πράγματα. Μετά εγώ έκλαιγα και τραβούσα τα μαλλιά του μπαμπά γιατί ήθελα να πάρουμε τον κ. Καμηλοπάρδαλη στο σπίτι για να μου πέρνει καλά τσιμπούκια και μένα όπως στα λιοντάρια και είπα πως ήταν αδικία μεγάλη τα λιοντάρια να έχουν καλά τσιμπούκια κι εγώ να μην έχω ούτε ένα τσιμπούκι και έκλαιγα και η μαμά είπε πως θα μου πάρει καινούριο playmobil και εγώ σκέφτηκα το τεράστιο άσπρο ψυγείο που έχουμε στο σπίτι αλλά δεν ξέρω γιατί σκέφτηκα το τεράστιο άσπρο ψυγείο που έχουμε στο σπίτι αλλά πάντα όταν ακούω τη λέξη playmobil σκέφτομαι το τεράστιο άσπρο ψυγείο που έχουμε στο σπίτι και τη μαμά μου που είναι η καλύτερη μαμά του κόσμου. Μετά πήγαμε στο λούνα παρκ στο άγαλμα και κάναμε ρόδα και γω κατουρήθηκα από το φόβο μου γιατί ήτανε πολύ ψηλά αλλά δεν είπα τίποτα και ο μπαμπάς έκανε εμετό από τη ρόδα και έπεσε ο εμετός από κάτω και ήτανε πολύ όμορφος εμετός έτσι που έπεφτε από εκεί πάνω και κάτι άλλοι άνθρωποι μετά φωνάζανε του μπαμπά και η μαμά έκλαιγε και μετά πήγαμε και πήραμε καλαμπόκια και φάγαμε και μετά κάπου πήγαμε με το μπαμπά και τη μαμά και βρήκανε κάτι φίλους τους και μετά κάτι λέγανε οι μεγάλοι και γω βαριόμουνα και έσφιγγα το πουλί  μου πολύ ώρα και μου άρεσε αλλά το μόνο που θυμάμαι ήτανε πως ο μπαμπάς συνέχεια έλεγε το σαπούνι είναι προπαγάνδα ρε μαλάκες τι είναι το σαπούνι δηλαδή τι είναι, προπαγάνδα είναι. Μετά με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα και είδα παιδικά στη τηλεόραση και πολύ μου άρεσε γιατί δεν πήγα σχολείο γιατί ήμουνα άρρωστος και πονούσε η κοιλιά μου και είχα πυρετό αλλά δεν με νοιαζε καθόλου και έτρεχα μέσα στο μπάνιο συνέχεια και ούρλιαζα στο σαπούνι πως το σαπούνι είναι προπαγάνδα ρε μαλάκες ναι ρε μαλάκες προπαγάνδα είναι, φτου σου ρε φτου σου και έφτυνα το σαπούνι με ρωχάλες.

Πάκης.

12.7.12



Το Ωτοστόπ


"Παιδιά ήμανε με ένα νεαρό να πούμε και με πέρνει ωτοστόπ να πάω στην εφορία και βλέπουμε ένα μούναρο στο δρόμο, τι μούναρο ε, τρελομούναρο" είπε ο Σάκης.
"Τι λε ρε Σάκη, και τι κάματε;" είπε ο Αρίστος.
"Ναι ρε, τι κάματε;" είπε ο Πίπης.
"Ε τι κάμαμε, τίποτα, τι να κάμομε, απλά αναφώνησα μέσα στου νεαρού το αμάξι ΠΩ ΠΩ ΕΝΑΣ ΜΟΥΝΑΡΟΣ με φωνή μερακλίκ" είπε ο Σάκης.
"Έλα ρε Σάκη μπράβο ρε Σάκη!" είπανε και ο Πίπης και ο Αρίστος.
"Και τι με λέει ο νεαρός ο αδαής από δίπλα που οδήγαγε, με λέει ΚΑΛΑ ΡΕ ΠΑΠΟΥΛΗ ΣΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΡΕ 90 ΧΡΟΝΩ ΑΝΘΡΩΠΟΣ" είπε ο Σάκης.
"Ε το ρεζίλη ρε" είπε ο Πίπης.
"Ε το σκερβελέ" είπε ο Αρίστος.
"Και του λέω γω παιδιά με ήφος αριστοκρατικό και μόρτικο μερακλίκ: ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ Η ΨΩΛΗ ΔΕΝ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΕΥΚΟΛΑ, ΑΛΛΑ ΑΜΑ ΣΗΚΩΘΕΙ ΔΕ ΠΕΦΤΕΙ ΜΗΤΕ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΜΗΤΕ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ" είπε περήφανος ο Σάκης.
"Είπες τη πάσα αλήθεια Σάκη, μπράβο Σάκη μας!" είπανε και ο Πίπης και ο Αρίστος και ανταλλάξανε χειραψίες παλαιού τύπου και πολύ το φχαριστηθήκανε να πούμε που ήτανε ακόμα ζωντανοί και γέροι, μερακλόγεροι.